το (Μ μάρκον) μονάδα βάρους σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες
νεοελλ.
νομισματική μονάδα της Γερμανίας
μσν.
1. ποσότητα αργύρου ή χρυσού που ζύγιζε ένα μάρκο
2. νόμισμα χρυσό ή αργυρό
3. (γενικά) χρήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «μονάδα βάρους» και το μσν. < γαλλ. marc. To νεοελλ. < γερμ. Mark].