μέλανσις

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A a becoming black, opp. λεύκανσις Arist.Ph.227b8, 230a23.
2 dyeing black, τριχῶν Alex. Trall.1.3.

German (Pape)

[Seite 120] ἡ, das Schwarzwerden, Gegensatz λεύκανσις, Arist. physic. 5, 6, 5.

Greek (Liddell-Scott)

μέλανσις: ἡ, «μαύρισμα», ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λεύκανσις, Ἀριστ. Φυσ. 5. 6, 5.

Russian (Dvoretsky)

μέλανσις: εως ἡ почернение Arst.