[Seite 122] ἡ, Sorge, Fürsorge, K. S.
μέλησις: -εως, ἡ, (μέλω) φροντίς, ἐπιμέλεια, Θεόδ. Ὑρτακην. ἐν Notit. Mss. 6. σ. 3· - μελησμός, οῦ, ὁ, Ἐτυμολ. Μέγ. 444. 54.
μέλησις, ή (ΑM) μέλωφροντίδα, επιμέλεια.