μέμαμεν
French (Bailly abrégé)
v. μάω.
Greek Monotonic
μέμᾰμεν: Επικ. αντί μεμάομεν, αʹ πληθ. παρακ. του *μάω.
Russian (Dvoretsky)
μέμᾰμεν: 1 л. pl. pf. к μάομαι.
v. μάω.
μέμᾰμεν: Επικ. αντί μεμάομεν, αʹ πληθ. παρακ. του *μάω.
μέμᾰμεν: 1 л. pl. pf. к μάομαι.