μέμηλε

English (LSJ)

μεμήλει, μεμηλώς, v. μέλω A.I.I, B.I.

French (Bailly abrégé)

v. μέλω.

Greek (Liddell-Scott)

μέμηλε: μεμήλει, μεμηλώς, ἴδε ἐν λ. μέλω Α. Π.

Greek Monotonic

μέμηλε: Επικ. γʹ ενικ. παρακ. του μέλω.