μέταιτος

German (Pape)

[Seite 147] ὁ, = μεταίτης, Pol. bei Suid.

Greek (Liddell-Scott)

μέταιτος: ὁ, ἴδε μεταίτης.

Greek Monolingual

μέταιτος, ὁ (Α)
βλ. μεταίτης.