μαγειρεία
English (LSJ)
ἡ, = μαγείρευμα, Cato ap.Fronton.p.223 N.(pl.), Hdn.Epim.19.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰγειρεία: ἡ, = μαγείρευμα, Achmes Ὀνειρ. 242, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. σ. 19.
ἡ, = μαγείρευμα, Cato ap.Fronton.p.223 N.(pl.), Hdn.Epim.19.
μᾰγειρεία: ἡ, = μαγείρευμα, Achmes Ὀνειρ. 242, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. σ. 19.