μαγειρευτός

Greek Monolingual

και μαγερευτός -ή, -ό
μαγειρεύω
μαγειρεμένος, παρασκευασμένος με μαγείρεμα, σε αντιδιαστολή με τον ωμό, τον ψητό ή τον νερόβραστο.