μαγιό

Greek Monolingual

το
ειδική περιβολή για θαλάσσια λουτρά, μπανιερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. maillot, κατά λέξη «φασκιές», πιθ. < maillol < maille «δαντελένια ζώνη, δίχτυ»].