μαζοβόλιον

English (LSJ)

τό, = μαζονόμος, Apollon.Lex. s.v. οὐλοχύτας.

Greek (Liddell-Scott)

μαζοβόλιον: τό, = μαζονόμος, Ἀπολλων. Λεξ. ἐν λ. οὐλοχύτας.

German (Pape)

τό, = μαζονόμιον, Apoll. Lex. Hom.