μακροειδής

English (LSJ)

μακροειδές, tall, BGU364.6 (vi A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

μακροειδής: -ές, ἔχων μακρὸν σχῆμα, Ἐρωτιαν. σ. 208.

Greek Monolingual

μακροειδής, -ές (AM)
μσν.
ψηλός
αρχ.
αυτός που έχει μακρουλό σχήμα, επιμήκη μορφή.

German (Pape)

ές, von länglicher Gestalt, Sp.