μακροπερίοδος

English (LSJ)

μακροπερίοδον, making long periods, Sch.Il.13.172.

Greek (Liddell-Scott)

μακροπερίοδος: -ον, ὁ ποιῶν μακρὰς περιόδους, Σχόλ. Βεν. εἰς Ἰλ. Ν. 172.

Greek Monolingual

μακροπερίοδος, -ον (Α)
(για γραπτό λόγο) αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλες, μακρές περιόδους
αρχ.
αυτός που μεταχειρίζεται στον γραπτό λόγο μεγάλες, μακρές περιόδους.

German (Pape)

der lange Perioden macht, Schol. Il. 13.172.