μαλακόχειρ

English (LSJ)

χειρος, ὁ, ἡ, soft-handed, φαρμάκων μαλακόχειρα νόμον, of a physician's art, Pi.N.3.55.

French (Bailly abrégé)

χειρος (ὁ, ἡ)
à la main douce ou délicate.
Étymologie: μαλακός, χείρ.

German (Pape)

mit weicher, sanfter Hand, φαρμάκων νόμος, das sanfte Auflegen der Heilmittel, Pind. N. 3.55.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκόχειρ: χειρος adj. имеющий легкую руку, т. е. мягкий, безболезненный (φαρμάκων νόμος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκόχειρ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μαλακὴν χεῖρα, φαρμάκων μαλακόχειρα νόμον, ἐπὶ τῆς τέχνης τοῦ ἰατροῦ, Πινδ. Ν. 3. 96.

English (Slater)

μᾰλᾰκόχειρ of gentle hands Ἀσκλαπιόν, τὸν φαρμάκων δίδαξε μαλακόχειρα νόμον (N. 3.55)

Greek Monolingual

μαλακόχειρ, -ειρος, ὁ, ή (Α)
αυτός που έχει μαλακά και ελαφρά χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + χείρ.

Greek Monotonic

μᾰλᾰκόχειρ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει απαλά χέρια, σε Πίνδ.

Middle Liddell

soft-handed, Pind.