Doric for μηλοφύλαξ.
[Seite 91] ακος, ὁ, dor. = μηλοφύλαξ.
μαλοφύλαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)(δωρ.τ.) βλ. μηλοφύλαξ.