μαλτόζη
Greek Monolingual
η
(βιοχ.) αναγωγικός διολοζίτης ο οποίος λαμβάνεται κατά την ατελή υδρόλυση του αμύλου, καθώς και του γλυκογόνου.
η
(βιοχ.) αναγωγικός διολοζίτης ο οποίος λαμβάνεται κατά την ατελή υδρόλυση του αμύλου, καθώς και του γλυκογόνου.