Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μαμμή
Greek Monolingual
η (Μ μαμμή και μαμμού) η μαία νεοελλ. παροιμ. «επήγε για μαμμή κι έκατσε για λεχώνα» — λέγεται σκωπτικά για εκείνους που καθυστερούν να επιστρέψουν από ένα μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ.<μάμμη, με καταβιβασμό του τόνου].