μαμμή

Greek Monolingual

η (Μ μαμμή και μαμμού)
η μαία
νεοελλ.
παροιμ. «επήγε για μαμμή κι έκατσε για λεχώνα» — λέγεται σκωπτικά για εκείνους που καθυστερούν να επιστρέψουν από ένα μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάμμη, με καταβιβασμό του τόνου].