μαμμία

English (LSJ)

ἡ, mother, Ar.Lys.878, 890.

German (Pape)

ἡ, die Mutter, Ar. Lys. 879 und Plut.

Russian (Dvoretsky)

μαμμία:мать Arph.

Greek (Liddell-Scott)

μαμμία: ἡ, (μάμμα) μήτηρ, Ἀριστοφ. Λυσ. 878, 890.

Greek Monolingual

μαμμία, ἡ (Α) βλ. μάμμη.