η (Μ μαντάμα))νεοελλ.κυρίαμσν.κυρία, ως τιμητικός τίτλος που έφεραν Φράγκισσες αρχόντισσες.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. madame «κυρία μου» < κτητ. αντων. ma + dame].