μαξιλαροθήκη

Greek Monolingual

η
το υφασμάτινο εξωτερικό περίβλημα του μαξιλαριού, η θήκη του μαξιλαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαξιλάρι + θήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].