μαραίπους

English (LSJ)

μεμαρασμένος τοὺς πόδας, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μαραίπους: «ὁ μεμαρασμένος τοὺς πόδας» Ἡσύχ.

German (Pape)

-ποδος, erkl. Hesych. ὁ μεμαρασμένος τοὺς πόδας.