μαρμαρύζω

English (Slater)

μαρμᾰρύζω sparkle τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακείς (v. l. -ιζοίσας) fr. 123. 3.

Greek Monolingual

μαρμαρύζω (Α)
βλ. μαρμαρύσσω.

German (Pape)

μαρμαίρω, Sp.