μαρτυρητέον

English (LSJ)

one must testify, Dsc.Praef.2.

Greek (Liddell-Scott)

μαρτῠρητέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ μαρτυρεῖν, Διοσκ. ἐν τῷ προοιμ.