ματαιοκηρυξία
Greek (Liddell-Scott)
ματαιοκηρυξία: ἡ, μάταιον κήρυγμα, Νικήτ. Βυζ. σ. 756C.
Greek Monolingual
ματαιοκηρυξία, ἡ (Μ)
μάταιο κήρυγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + κήρυξις.
ματαιοκηρυξία: ἡ, μάταιον κήρυγμα, Νικήτ. Βυζ. σ. 756C.
ματαιοκηρυξία, ἡ (Μ)
μάταιο κήρυγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + κήρυξις.