ματαιοποιός

English (LSJ)

ματαιοποιόν, acting foolishly, Ath.5.179f.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταιοποιός: -όν, ὁ ποιῶν ἢ πράττων ἀνοήτως ἢ ἀπερισκέπτως, Ἀθήν. 179F.

Greek Monolingual

ματαιοποιός, -ον (Α)
αυτός που κάνει ανοησίες ή απερισκεψίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + -ποιός].

German (Pape)

vergeblich, töricht handelnd, neben ἠλίθιος, Ath. V.179e.