ματζάνα

Greek Monolingual

και μαντζάνα, η (Μ ματζάνα και μαντζάνα)
η μελιτζάνα («ματζάνας, λαχανόγουλα, κραμβία καὶ σευκλογούλια», Πρόδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μελιτζάνα].