μαυροκόκκινος

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει μαύρο και κόκκινο χρώμα, σκουροκόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1817 στον Αδ. Κοραή].