μαχαιρίδιον

English (LSJ)

[ῐ], τό, Dim. of μάχαιρα, Ph.2.530 (pl.), Luc.Pisc. 45.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de μαχαιρίς.

German (Pape)

τό, dim. zu μάχαιρα, θυτικόν, kleines Opfermesser, Luc. Pisc. 45.

Russian (Dvoretsky)

μᾰχαιρίδιον: (ῐδ) τό небольшой нож Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰχαιρίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ μάχαιρα, Λουκ. Ἁλ. 45.

Greek Monotonic

μᾰχαιρίδιον: [ῐ], τό, υποκορ. του μάχαιρα, σε Λουκ.

Middle Liddell

μᾰχαῐρίδιον, ου, τό, [Dim. of μάχαιρα, Luc.]