μαχαιρομαχέω

English (LSJ)

fight with a μάχαιρα, Plb.10.20.3:—Subst. μαχαιρομαχία, Glossaria on ξιφιστύς, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰχαιρομᾰχέω: μάχομαι διὰ μαχαίρας, Πολύβ. 10. 20, 3· - οὐσιαστ. μαχαιρομαχία παρ’ Ἡσυχ. ἐν λέξ. ξιφιστύς.

Russian (Dvoretsky)

μᾰχαιρομᾰχέω: сражаться саблей Polyb.

German (Pape)

mit dem Säbel kämpfen, ξυλίναις ἐσκυτωμέναις μαχαίραις, von Übungen der Rekruten, Pol. 10.20.3.