μείλιον

English (LSJ)

τό,
A v. μείλια.
II = μίλιον, freq. in Inscrr., as BCH37.149 (Thrace), SIG888.26 (ibid., iii A. D.).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
d'ord. au pl. τὰ μείλια;
ce qui adoucit, charme, apaise ; particul. présent pour témoigner de la reconnaissance.
Étymologie: μέλι.

Greek (Liddell-Scott)

μείλιον: τό, ἴδε μείλια.

Greek Monolingual

μείλιον, τὸ (Α)
βλ. μείλια.

Greek Monotonic

μείλιον: τό, βλ. μείλια.