μεγαλάνωρ

English (LSJ)

Doric for μεγαλήνωρ.

French (Bailly abrégé)

dor. c. μεγαλήνωρ.

English (Slater)

μεγᾰλᾱνωρ proud σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν (P. 1.52) μεγαλάνορος Ἡσυχίας fr. 109. 2.

Greek Monolingual

μεγαλάνωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μεγαλήνωρ.

German (Pape)

dor. = μεγαλήνωρ.