μεγαλόρριζος

English (LSJ)

μεγαλόρριζον, with large roots, Dsc.2.156, dub. l. in Thphr. CP 2.3.8 (ἐλαιηρότεραι cj. Wimmer).

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόρριζος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλας ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 3, 8 (ἔνθα Schneid. μεγαλοπύρηνος, ον, ὁ ἔχων μέγαν πυρῆνα, «κουκοῦτσι»), Διοσκ. 2. 186.

Greek Monolingual

μεγαλόρριζος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλες ρίζες.

German (Pape)

großwurzelig, Theophr.