Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μεγαλόσταυρος
Greek Monolingual
ο 1.ανώτατοςβαθμός πολλών παρασήμων 2. ο τιμημένος με το παράσημο αυτό 3. (σκωπτικά) η σύφιλη. [ΕΤΥΜΟΛ.<μεγαλ(ο)- +σταυρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως].