μεγαλόφιλος
English (LSJ)
μεγαλόφιλον, having great friends, Paul.Al.N.2, Cat.Cod. Astr.8(4).136.
German (Pape)
[Seite 108] große Freunde habend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόφῐλος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλους φίλους, Παύλ. Ἀλεξ. Ἀποτελ. σ. 50.
Greek Monolingual
μεγαλόφιλος, -ον (Α)
αυτός που έχει σπουδαίους φίλους.