μεθερμήνευσις

German (Pape)

[Seite 111] ἡ, Erklärung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεθερμήνευσις: -εως, ἡ, τὸ μεθερμηνεύειν, Ἀριστ. π. Φυτ. ἐν τῷ προοιμ.

Russian (Dvoretsky)

μεθερμήνευσις: εως ἡ толкование, разъяснение Arst.