μεθοδικῶς
Greek (Liddell-Scott)
μεθοδικῶς: Ἐπίρρ. μετὰ μεθόδου, Πολύβ. 5. 98, 10., 9. 25, 5, κλ.
Russian (Dvoretsky)
μεθοδικῶς: методически (χειρίζειν Polyb.).
μεθοδικῶς: Ἐπίρρ. μετὰ μεθόδου, Πολύβ. 5. 98, 10., 9. 25, 5, κλ.
μεθοδικῶς: методически (χειρίζειν Polyb.).