μελίκταινα

English (LSJ)

ἡ, poet. for μελίτταινα, Nic. Th.555, Hsch.

German (Pape)

[Seite 123] ἡ, poet. = μελίταινα, Nic. Ther. 555.

Greek (Liddell-Scott)

μελίκταινα: ἡ, ποιητ. ἀντὶ μελίτταινα, Νικ. Θ. 555, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μελίκταινα, ἡ (Α)
ποιητ. τ.) βλ. μελίτταινα.