μελίφυλλον

English (LSJ)

τό, = μελισσόφυλλον, Nic. Th.554, Ps.-Dsc.3.104.

German (Pape)

[Seite 125] τό, Honigblatt, = μελισσόφυλλον, Hesych., Schol. Nic. Al. 149.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mélisse, plante.
Étymologie: μέλι, φύλλον.

Greek (Liddell-Scott)

μελίφυλλον: τό, = μελισσόφυλλον, Νικ. Θηρ. 554, Διοσκ. 3. 118.

Greek Monolingual

μελίφυλλον, τὸ (Α)
μελισσόφυλλον.