μελαναίων

English (LSJ)

(μελανεών Bgk.), ωνος, ὁ, the part of a ship covered with pitch, Ar.Fr. 817.

Greek (Liddell-Scott)

μελαναίων: (Bgk. μελανεών), ὁ, τὸ μέρος τοῦ πλοίου τὸ κεκαλυμμένον διὰ πίσσης, Ἀριστοφ. παρ’ Ἡσυχ.

Greek Monolingual

μελαναίων, -ωνος, ὁ (Α)
το μέρος του πλοίου που είναι αλειμμένο με πίσσα.