μελανόγειος
English (LSJ)
μελανόγειον, = μελάγγειος, Sch.Nic.Th.566.
German (Pape)
[Seite 119] = μελάγγειος, Sp. Bei Niceph. Blemm. p. 4 auch μελανόγης.
Greek Monolingual
μελανόγειος, -ον (Α)
μελάγγειος.
μελανόγειον, = μελάγγειος, Sch.Nic.Th.566.
[Seite 119] = μελάγγειος, Sp. Bei Niceph. Blemm. p. 4 auch μελανόγης.
μελανόγειος, -ον (Α)
μελάγγειος.