μελανόπους

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, black-footed, Glossaria on κυανόπεζα, Sch. D Il. 11.628.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνόπους: -ποδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μέλανας πόδας, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 628.

Greek Monolingual

μελανόπους, -ουν (Α)
βλ. μελάμπους.