μελετητέον

Greek (Liddell-Scott)

μελετητέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ μελετάω, δεῖ μελετᾶν, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, Πλάτ. Γοργ. 527Β.

Greek Monotonic

μελετητέον: ρημ. επίθ. του μελετάω, κάτι που πρέπει να μελετηθεί, σε Πλάτ.