μελισσάριον

German (Pape)

[Seite 124] τό, = μελιττάριον, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσάριον: τό, μελισσών, κοιν. «μελισσαριό», Ἑβδ. (Κριτ. ΙΔ΄, 8) ἔνθα κεῖται ὡς διάφ. γραφ. ἀντὶ μελισσῶν συναγωγὴ ἢ μελισσών.