Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μελιστάλαχτος
Greek Monolingual
-η, -ο 1. αυτός από τον οποίο στάζει μέλι, μελισταγής 2.μτφ. αυτός που είναιγλυκός σαν το μέλι («μελιστάλαχτο χαμόγελο»). επίρρ... μελιστάλαχτα με μελιστάλαχτο, γλυκύτατο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Φραγκ. Σκούφο].