μελιτώ

Greek Monolingual

μελιτῶ, -όω (Α)
1. μτφ. γλυκαίνω
2. (το μέσ.) μελιτοῦμαι, -όομαι
(για φαγητά) αναμιγνύομαι με μέλι, μελώνομαι, γλυκαίνω
2. γεμίζω με μέλι («ἀγγεῖον μεμελιτωμένον» — αγγείο γεμάτο με μέλι, Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, -ιτος].