μελῆς

Greek (Liddell-Scott)

μελῆς: -ῆτος, ὁ, ὄνομα τοῦ φυτοῦ δίψακος, Διοσκ. (ἐκ. τῶν Νόθων) 3. 13.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ) :
autre nom de la plante δίψακος.
Étymologie: DELG -.