μεμάποιεν

English (LSJ)

v. μάρπτω.

German (Pape)

[Seite 129] u. μέμαρπον, aor. II. zu μάρπτω.

Russian (Dvoretsky)

μεμάποιεν: Hes. 3 л. pl. opt. к μάρπτω.

Greek (Liddell-Scott)

μεμάποιεν: μέμαρπον, μεμαρπώς, ἴδε ἐν λέξ. μάρπτω.

Greek Monotonic

μεμάποιεν: [ᾰ], Επικ. γʹ πληθ. ευκτ. παρακ. του μάρπτω.