μεμαλώς

Greek Monotonic

μεμᾱλώς: Δωρ. αντί μεμηλώς, μτχ. παρακ. του μέλω.

Russian (Dvoretsky)

μεμᾱλώς: дор. (= μεμηλώς) part. pf. к μέλω.