μεμηκώς

English (LSJ)

v. μηκάομαι.

French (Bailly abrégé)

v. μηκάομαι.

Russian (Dvoretsky)

μεμηκώς: part. pl. к μηκάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μεμηκώς: ἴδε ἐν λ. μηκάομαι.

English (Autenrieth)

see μηκάομαι.

Greek Monotonic

μεμηκώς: μτχ. παρακ. του μηκάομαι.