v. μηκάομαι.
μεμηκώς: part. pl. к μηκάομαι.
μεμηκώς: ἴδε ἐν λ. μηκάομαι.
see μηκάομαι.
μεμηκώς: μτχ. παρακ. του μηκάομαι.