μυσαρά, κτλ., Hsch. (v. μορύσσω). μεμόσει· μολύνει, Id.
μεμορυχμένα: «μυσαρά, μεμολυσμένα, ἠσβολημένα, μεμορωμένα ἅπαντα» Ἡσύχ.
μεμορυχμένα (Α)(κατά τον Ησύχ.) «μυσαρά».