μενεδάϊος

English (LSJ)

Doric for μενεδήϊος.

German (Pape)

[Seite 132] dor. = μενεδήϊος, ἵππος, Anyte 15 (VII, 208).

Russian (Dvoretsky)

μενεδάϊος: (ᾱ) дор. Anth. = μενεδήϊος.